κυριεύεται

κυριεύεται
κῡριεύεται , κυριεύω
to be lord
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απερίπτωτος — ἀπερίπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που δεν περιπίπτει σε κάτι, δεν προσβάλλεται από κάτι κακό 2. αυτός που δεν παρασύρεται, δεν κυριεύεται από ψυχικά πάθη, ο απαθής …   Dictionary of Greek

  • δυσάλωτος — η, ο (AM δυσάλωτος, ον) αυτός που δύσκολα κυριεύεται, δυσπόρθητος αρχ. μσν. αήττητος αρχ. 1. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος 2. δυσνόητος …   Dictionary of Greek

  • δυσπολιόρκητος — η, ο (AM δυσπολιόρκητος, ον) 1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία 2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον η δυσκολία για άλωση με πολιορκία …   Dictionary of Greek

  • δυσπόρθητος — η, ο (AM δυσπόρθητος, ον) αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία …   Dictionary of Greek

  • ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ευαίρετος — εὐαίρετος, ον (Α) αυτός που εύκολα συλλαμβάνεται ή κυριεύεται, ο ευάλωτος («εὐαίρετος λαγώς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιρετός (< αιρώ), πρβλ. αδι αίρετος, αυθ αίρετος] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάληπτος — η, ο (Α εὐκατάληπτος, ον) αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος αρχ. αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα. επίρρ... εὐκαταλήπτως (Α) φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει» (για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση τής ροής τού… …   Dictionary of Greek

  • ευκαταγώνιστος — εὐκαταγώνιστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυριεύεται εύκολα 2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αγωνιστος (< κατ αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ κατ αγώνιστος] …   Dictionary of Greek

  • ευπόρθητος — η, ο (ΑΜ εὐπόρθητος, ον) [πορθώ] αυτός που εκπορθείται εύκολα, που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος …   Dictionary of Greek

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”